- Λίνων
- Λίνοςthe songmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λινῶν — λίνεος of flax fem gen pl (attic epic) λίνεος of flax masc/neut gen pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίνων — λίνοι the Bands masc gen pl λίνον anything made of flax neut gen pl λίνος the song masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λινάρι — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Linum, της οικογένειας των λινιδών, της τάξης των γερανιιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει περίπου 230 είδη. Πρόκειται για ποώδη, ασιατικής καταγωγής φυτά, μονοετή ή πολυετή, ανάλογα με την περιοχή όπου … Dictionary of Greek
Ácido linoleico — El ácido linoleico (del griego λινων (linon) lino, cuya semilla es la linaza y ελαια (elaia) aceite de oliva o simplemente aceite) es un ácido graso esencial para el organismo humano, lo cual quiere decir que el organismo no puede sintetizarlo y… … Wikipedia Español
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
βατίστα — και μπατίστα, η ύφασμα λινό, λεπτό με πυκνή ύφανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. batista < γαλλ. batiste, το οποίο συνδέθηκε πιθ. παρετυμολογικά με το Baptiste, που θεωρήθηκε ότι ήταν το όνομα του εργοστασιάρχη Baptiste de Cambrais (13ος αιώνας), που… … Dictionary of Greek
διευθυντήριο — (γαλλ. Directoire). Συνταγματικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην επαναστατική Γαλλία τον Οκτώβριο του 1795, με το σύνταγμα του επαναστατικού έτους ΙΙΙ, και διατηρήθηκε έως τον Νοέμβριο του 1799. Στην πραγματικότητα το Δ. ήταν ένας από τους… … Dictionary of Greek
λινουργία — λινουργία, ἡ (Α) [λινουργός] η κατασκευή λινών υφασμάτων … Dictionary of Greek
λινουργός — ό (Α λινουργός, όν) αυτός που κατεργάζεται το λίνο αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ λινουργός α) υφάντης λινών β) είδος χήνας γ) είδος λίθου 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ λινουργοί ονομασία που διδόταν στους εργαζομένους, στους ακτήμονες. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
λινυφαντείον — λινυφαντεῑον, τὸ (Α) [λινυφάντης] εργαστήριο για ύφανση λινών υφασμάτων … Dictionary of Greek